- μαυροτσούκαλο
- το1. τσουκάλι που μαύρισε από τη φωτιά.2. μτφ., άνθρωπος με πολύ σκούρο δέρμα ή μαυρισμένος από τον ήλιο: Έγινε μαυροτσούκαλο από τον ήλιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.